top of page

 Griego  Ελληνικά
   versiones de Stamatis Polenakis

ΜΕΘΟΔΟΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

 

Όσοι ζουν σ` αυτή την πλευρά του δρόμου

γνωρίζουν από συμψηφισμούς:

κάθε φορά που κάποιος περνά

με κατεύθυνση προς το νότο

σημειώνουν την ώρα ακριβώς

και αφήνουν μια πέτρα να πέσει

στο κενό της ύπαρξης.

 

Όσοι ζουν στην απέναντι πλευρά

γνωρίζουν την αντίθεση:

κάθε φορά που κάποιος περνά

με κατεύθυνση αντίθετη,

επιστρέφοντας,

σημειώνουν το ίδιο

αλλά βγάζουν μια πέτρα

απ` το κενό της ύπαρξης. 

 

Έτσι κάποιοι γεμίζουν το κενό τους

και άλλοι το αδειάζουν.

 

Κάθε τόσο,

αυτοί που έχουν γεμίσει το κενό τους

διασχίζουν το παλιό γεφύρι ( που ήταν καινούργιο)

και περιμένουν υπομονετικά

να περάσουν οι επιστρέφοντες απ` το νότο,

ο ένας μετά τον άλλον

μέχρι το κενό να γίνει απόλυτο.

Método para calcular el tiempo// Los que viven a este lado de la ruta/ saben de compensaciones:/ cada vez que alguien pasa rumbo al Sur/ anotan la hora exacta/ y dejan caer una piedra en el vacío del ser.// Quienes viven del otro lado/ conocen la polaridad:/ cada vez que alguien pasa en sentido contrario,/ de regreso,/ anotan lo mismo,/ pero sacan una piedra del vacío del ser.// Así unos llenan su vacío/ y otros lo despejan.// Cada cierto tiempo,/ los que han llenado su vacío/ cruzan por el puente viejo (que era nuevo)/ y esperan con paciencia/ a que pasen los regresadores del Sur,/ uno tras otro,/ hasta que el vacío es total.

 

Ο ΠΝΙΓΜΕΝΟΣ

 

Οφείλω να ξεκαθαρίσω ότι όχι σε κάποιο ποτάμι

αλλά στην ξηρά την ίδια συνέβη ο πνιγμός μου.

 

Το μόνο ποτάμι που κρατώ στη μνήμη

είναι αυτό το ρίγος

εκεί όπου τα μικροσκοπικά πράγματα βουλιάζουν

αν και ποτέ δε χάνονται εντελώς.

 

Κάποιες φορές

βυθίζονται πριν ακόμα περάσει το ρεύμα του ποταμού.

 

Και η ικετευτική τους κραυγή

πάντα

φτάνει αργά. 

 

El ahogado// Deseo aclarar que no fue en un río/ sino en la misma tierra donde me ahogué. // El único río que llevo en la memoria/ es un estremecimiento/ donde las pequeñas cosas se hunden/ aunque nunca llegan a desaparecer. // A veces, / se hunden antes de que pase el río.// Y su pedido de auxilio/ siempre/ llega tarde.

ΠΡΟΒΛΕΠΟΝΤΑΙ ΩΡΕΣ ΣΚΛΗΡΟΥ ΜΟΧΘΟΥ

 

Με κοίταξες μια και μοναδική φορά.

 

Εγώ δούλευα στο δάσος,

ένα δάσος μικρό

κι έκανα με το τσεκούρι μου θαύματα.

 

Μπορώ να πω ότι τους γνώριζα όλους.

Όλα τα δέντρα.

Όλους όσους ταλαντεύονται

μέσα στη βουβή ζωή.

 

Τώρα βγαίνω μέσα από το βλέμμα σου

την ώρα που ανάβει όπως τα τζάμια που φλέγονται.

Βγαίνω μέσα από το βλέμμα σου και χτυπιέμαι

πάνω στα κλαδιά και τους κορμούς

του κόσμου που εσύ βλέπεις.

 

Θα μπορούσαν να μ` έχουν κάνει κομμάτια

αλλά μένουν σιωπηλά.

Se avecinan horas de mucho trabajo// Me miraste sólo una vez.// Yo trabajaba en el bosque,/ un bosque pequeño/ donde hacía milagros con el hacha.// Puedo decir que los conocía a todos./ A todos los árboles./ A cada uno de los que oscilan/ en la vida silenciosa.// Ahora salgo en tu mirada/ cuando se enciende como los vidrios ardidos.// Salgo en tu mirada y me azoto/ contra las ramas y los troncos/ del mundo que ves.// Ellos me podrían hacer polvo,/ pero se quedan callados.

ΜΕΤΑ ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ

 

Εκεί όπου υπήρχε κάποτε πυκνή βλάστηση

και δέντρα που γεννιούνταν ακατάπαυστα

σ` αυτό τον σκληρό αγώνα για λίγο νερό και φως

που ονομάζεται δάσος,

δεν απομένει άλλο απ` αυτές τις θεόρατες πέτρες

σκεπασμένες με γκρίζα στάχτη.

 

Στάθηκα μπροστά τους 

κι ευθύς κατάλαβα το παράδοξο.

Μου ζητούσαν, όπως από έναν απαλό θεό,

ν` ακούσω τη σιωπή τους.

 

Εγώ, που επιθυμούσα να ζήσω 

για ένα δευτερόλεπτο έστω, όπως εκείνες,

κατάλαβα εκείνη τη στιγμή

τη μονολεκτική μυστηριώδη τους γλώσσα  

κι έμεινα βουβός.

 

Después que pasó el fuego// Donde hubo cierta concentración de plantas/ y árboles que nacían como locos,/ en esa guerra brutal por un poco de agua y de luz/ que llaman bosque,/ sólo quedaron estas piedras enormes,/ cubiertas de polvo quemado.// Me detuve frente a ellas/ y entendí la paradoja./ Me pedían, como a un dios blando,/ que las oyera en su silencio.// Yo, que pensaba vivir apenas/ un segundo comparado con ellas,/ aprendí en ese instante/ su complejo idioma de una sola palabra,/ y me quedé callado.

Η ΑΣΘΕΝΕΙΑ

 

Έπαιρνε μιαν ανάσα, όπως ο Ντοστογιέφσκι

μέσα στη σιωπηλή υγρασία 

των κακοφωτισμένων δωματίων κι έπειτα

άρχιζε να περιπλανιέται μηχανικά

στους θολούς δρόμους.

 

Βάδιζε σαν τη σκιά του Κορτάσαρ

με μεγάλα βήματα σαν μέσα σε λήθαργο,

σιγοτραγουδώντας τον σκοπό εκείνο του Μέντελσον

που χρησιμοποιούσε κάποτε η αντίσταση

σαν φυλαχτό και σύνθημα στον καιρό

του ναζισμού

 

Έπειτα τρύπωνε στο οποιοδήποτε μπαρ

και μπροστά σ` ένα καυτό φλιτζάνι

κρατούσε για ώρες το κεφάλι του ανάμεσα στα χέρια

όπως ο Κάφκα.

 

Αργότερα έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής

κι έπεφτε στο κρεβάτι μ` ένα βιβλίο στα χέρια

κι αργούσε να σηκωθεί, μιμούμενος τον Προυστ.

 

Στο τέλος

κατέληγε σαν όλους εκείνους:

τσακισμένος απ` την απλή ζωή. 

La enfermedad// Después de respirar, como lo hiciera Dostoievski,/ en la humedad silenciosa/ de esos cuartos mal iluminados,/se ponía a caminar sin sentido/ por las calles imprecisas.// Caminaba igual que la sombra de Cortázar,/ con su tranco voluminoso y aletargado,/ y mientras lo hacía/ silbaba aquella melodía de Mendelssohn/ que tanto usó la resistencia como santo y seña/ entre las calles del nazismo.// Después recalaba en algún bar/ y detrás de una taza humeante/ metía su cabeza entre las manos,/ como Kafka,/ hasta que la hora lo invadía.// Entonces, iniciaba el retorno/ hacia la cama con un libro/ y ya no tenía ganas de levantarse/ por un buen tiempo,/ eso que solía hacer Proust.// Al final/ terminaba como todos ellos:/ abrumado por la vida sencilla.

 

bottom of page